Το λαούτο
Το λαούτο ανήκει στην οικογένεια των έγχορδων οργάνων με αχλαδόσχημο ηχείο. Πρόγονος του οργάνου αποτελεί η αρχαιοελληνική πανδούρα (μακρύ χέρι). Συγγενεύει με το ούτι αλλά έχει μεγαλύτερο μπράτσο. Το λαούτο το βρίσκουμε σε παραλλαγές στις διάφορες περιοχές της Ελλάδας κι όχι μόνο, που έχουν μεταξύ τους από μικρές έως πολύ σημαντικές διαφορές στα κουρδίσματα τους, στα μεγέθη, αλλά και στα υλικά κατασκευής τους, ανάλογα με τις συνήθειες, τις παραδόσεις και τις επιδράσεις του εκάστοτε τόπου.
Έτσι, έχουμε το Στεριανό (ή νησιώτικο) λαούτο, που απαρτίζεται απο 4 διπλές χορδές με κούρδισμα Λα – Ρε – Σολ – Ντο (απο κάτω προς τα πάνω) και ειναι ουσιαστικά το όργανο, με την μεγαλύτερη χρήση στην παραδοσιακή και όχι μόνο μουσική. Το κρητικό λαούτο, γνωστό και ως “λαγούτο” χρησιμοποιείται κυρίως για να εκπροσωπήσει την παραδοσιακή κρητική μουσική και το κούρδισμα του ειναι Μι – Λα – Ρε – Σολ (απο κάτω προς τα πάνω), ενω κατασκευαστικά είναι κάπως μεγαλύτερο απο το στεριανό και συχνοτικά πιο μπάσο. Υπάρχει επίσης και το πολίτικο λαούτο (ή αλλιώς λάφτα), το οποίο σε αντίθεση με τα άλλα δύο, ανήκει στην κατηγορία των ασυγκέραστων οργάνων χάρη στους μετακινούμενους μπερντέδες (τάστα) που έχει και είναι ένα όργανο που συναντάται στην αστική λαϊκή μουσική της Κωνσταντινούπολης. Υπάρχουν και περιπτώσεις βέβαια που ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία κάποιου παίχτη, μπορεί να συναντήσουμε και παραλλαγές του στεριανού ή κρητικού λαούτου σε σχέση με τη θέση των μπερντέδων ή ακόμη και το κούρδισμα.
Ο ρόλος του λαούτου όπως έχει επικρατήσει, είναι κυρίως συνοδευτικός και μέσα σε μια ορχήστρα συνήθως παραδοσιακή, συνοδεύει το βιολί, το κλαρίνο ή την λύρα ανάλογα με την περιοχή καιτην παράδοση που εκπροσωπεί. Παιχτικά και υφολογικά όμως, χάρη στην κατασκευή του και στην ακουστική που προσφέρει, μπορει να σταθεί και ως σολιστικό όργανο και στην παραδοσιακή αλλά και σε άλλα είδη μουσικής, αναλόγως το πως χειρίζεται κάποιος το όργανο. Σε αυτό, για παράδειγμα, βοηθάει η χρήση των ανοιχτών χορδών που λειτουργούν σαν ισοκρατήματα και προσδίδουν όγκο συχνοτικά στο ακουστικό αποτέλεσμα. Αυτός ο τρόπος παιξίματος, αν μπορεί να υποστηριχθεί γνωστικά από τον παίχτη, επιτρέπει στο όργανο να σταθεί και ως αυτόνομη μονάδα (όχι απαραίτητα ως υπομονάδα μιας ορχήστρας), και αποτελεί πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη και την σύνθεση αυτοσχεδιαστικών μελωδιών και τρόπων. Η προοπτική του οργάνου είναι σύμφωνη με τη δημιουργικότητα και την ευρηματικότητα του παίχτη και ισχύει γενικά για όλα τα όργανα. Δεν πρέπει να έχουμε “κλειστούς ορίζοντες” και να βάζουμε ταμπέλες σε μια τέχνη τόσο σημαντική και ελεύθερη, όπως η μουσική.
Γνωστικά, μια σωστή μέθοδος λαούτου, θα πρέπει να περιλαμβάνει την εκμάθηση βασικών στοιχείων θεωρίας και αρμονίας, γνώσεις σημειογραφίας για ανάγνωση παρτιτούρων, εκμάθηση ρυθμικών μοτίβων και ρυθμών, εκμάθηση ρεπερτορίου που προσφέρεται για τη χρήση του οργάνου αλλά και της αρεσκείας του μαθητή και σίγουρα, όπως θα έπρεπε κάθε μέθοδος να λειτουργεί, να διευρύνει τη δημιουργικότητα του παίχτη και να του ανοίγει ορίζοντες για να κάνει στο τέλος κάτι δικό του. Γιατί, κατά την άποψη του γραφόντος τουλάχιστον, η ουσία της μουσικής αλλά και ο ανώτερος στόχος της βρίσκεται στο να δημιουργήσουμε κάτι δικό μας, να βρούμε το δικό μας “μουσικό χρώμα” ή να καθιερώσουμε έναν τρόπο παιξίματος ή να έχουμε μια μοναδική συνθετική πορεία.
Η γνώση ενός οργάνου είναι μια διαδικασία όμορφη αλλά και δύσκολη. Μην έχουμε το μυαλό μας μόνο στον προορισμό, αλλά και στο ταξίδι. Η μουσική εξάλλου είναι απρόβλεπτη, όπως και η ζωή…
Χάρης Λουφόπουλος – δάσκαλος λαούτου
Image: https://folk-way.com/el/laouto-a-forgotten-musical-folk-instrument/