Πώς η ανθρώπινη γραφή διατηρεί μοναδικότητα που η AI δεν μπορεί να μιμηθεί
Η συζήτηση γύρω από τις διαφορές ανθρώπινης γραφής και γραφής τεχνητής νοημοσύνης δεν αφορά μόνο την τεχνολογία· αφορά τις κατηγορίες με τις οποίες κατανοούμε την ίδια τη δημιουργικότητα. Ο λόγος, ως κατεξοχήν ανθρώπινη δραστηριότητα, έχει ιστορικά συνδεθεί με τη σκέψη, το συναίσθημα και την ερμηνευτική ικανότητα του υποκειμένου. Αντίθετα, η παραγωγή λόγου από αλγοριθμικά συστήματα, όσο εντυπωσιακή κι αν είναι, στηρίζεται σε άλλου τύπου διεργασίες: υπολογιστικές, πιθανολογικές, στατιστικές. Έτσι, η σύγκριση των δύο τρόπων γραφής αποκαλύπτει όχι μόνο τεχνικές διαφορές αλλά και δύο διαφορετικές μορφές πρόσληψης και άρθρωσης της πραγματικότητας.

Η τεχνητή νοημοσύνη λειτουργεί βάσει της ανίχνευσης, σύγκρισης και αναπαραγωγής γλωσσικών προτύπων. Η «γραφή» της δεν αποτελεί προϊόν συνειδητής κρίσης ή υπαρξιακής εμπλοκής, αλλά αποτέλεσμα συνδυασμού δεδομένων. Το κείμενο που παράγει είναι συχνά καθαρό, συνεκτικό και δομικά ευθύγραμμο, ιδίως όταν πρόκειται για πληροφοριακά ή επεξηγηματικά είδη λόγου. Αυτό προκύπτει από την αρχιτεκτονική της: ο αλγόριθμος επιλέγει την πιο πιθανή αλληλουχία λέξεων με βάση τα εκατομμύρια παραδειγμάτων που έχει επεξεργαστεί.
Ωστόσο, αυτή η στατιστική οργάνωση δεν ισοδυναμεί με κατανόηση. Η τεχνητή νοημοσύνη δεν αποδίδει νόημα· υπολογίζει πιθανότητες. Μπορεί, για παράδειγμα, να παραγάγει μια άρτια περιγραφή ενός ιστορικού γεγονότος, αλλά δεν κουβαλά τον πολιτισμικό ορίζοντα και τις νοηματικές εντάσεις που συνδέονται με αυτό. Η απόσταση ανάμεσα στη γνώση και στην εμπειρία είναι θεμελιώδης. Ο άνθρωπος, ακόμη και σε ένα απλό σχόλιο, μεταφέρει ίχνη προσωπικής οπτικής, τονισμό, στάση: στοιχεία που δεν αναπαράγονται εύκολα από έναν αλγόριθμο.
Η ανθρώπινη γραφή, αντίθετα, είναι άρρηκτα δεμένη με την εμπειρικότητα. Δεν στηρίζεται στη μηχανική αναγνώριση προτύπων αλλά σε μια διαρκή διαπραγμάτευση ανάμεσα στο τι θέλει να ειπωθεί και στο πώς μπορεί να ειπωθεί. Η εκφραστική ασάφεια, η αμφισημία, η σιωπή, η διακοπή της φράσης ή ένας ασυνήθιστος συντακτικός τρόπος δεν αποτελούν «σφάλματα» αλλά δημιουργικές επιλογές που επιτρέπουν στη σκέψη να εκφράσει την πολυπλοκότητά της.
Ένα πρώτο παράδειγμα μπορεί να βρεθεί στην ανάλυση λογοτεχνικού κειμένου. Ένα σύστημα τεχνητής νοημοσύνης μπορεί να εντοπίσει μοτίβα, όπως τη χρήση μεταφορών ή ενός συγκεκριμένου θεματικού άξονα. Ωστόσο, θα δυσκολευτεί να αποδώσει την υπαρξιακή αγωνία που υποβόσκει πίσω από τις επιλογές του συγγραφέα ή τον τρόπο με τον οποίο το προσωπικό βίωμα μετατρέπεται σε καθολικό νόημα. Για τον άνθρωπο αναγνώστη, αυτές οι διαστάσεις δεν προκύπτουν από υπολογισμούς αλλά από τη δική του πολιτισμική εμπειρία.
Παρόμοια, σε ένα δεύτερο παράδειγμα από τον χώρο της εκπαίδευσης, η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να συντάξει μια άρτια έκθεση ιδεών. Όμως ο μαθητής, όταν γράφει, έκθεση δεν παράγει απλώς μια σειρά νοημάτων· κατασκευάζει μια προσωπική στάση απέναντι σε αυτά. Το κείμενό του έχει διακυμάνσεις, πειραματισμούς, στιγμές δισταγμού ή στιγμές έμπνευσης. Η πορεία του προς τη διατύπωση είναι εξίσου σημαντική με το τελικό αποτέλεσμά της – κάτι που η μηχανή δεν βιώνει.
Η απόσταση ανάμεσα στα δύο είδη γραφής γίνεται ακόμη μεγαλύτερη όταν εξετάσουμε το επίπεδο της πρόθεσης. Η AI γράφει επειδή της ζητήθηκε· δεν έχει εσωτερικό κίνητρο. Δεν διαθέτει προθετικότητα, δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο το ανθρώπινο υποκείμενο κατευθύνει τη σκέψη του προς έναν σκοπό. Ο άνθρωπος γράφει για να εξερευνήσει, να εκφράσει, να μετασχηματίσει το βίωμά του σε λόγο. Η πράξη της γραφής αποτελεί για αυτόν γνωστική, συναισθηματική και υπαρξιακή διεργασία, όχι απλώς παραγωγή κειμένου.
Παρά τα παραπάνω, η σύγκριση δεν πρέπει να οδηγήσει σε μια απλοϊκή αντίθεση «ανθρώπου-μηχανής». Η AI μπορεί να λειτουργήσει ως εργαλείο ενίσχυσης της ανθρώπινης γραφής: να προσφέρει ταχύτητα, οργάνωση πληροφοριών, γλωσσικές εναλλακτικές. Μπορεί να υποστηρίξει διαδικασίες μάθησης και να διευκολύνει την πρόσβαση στη γνώση. Η ανθρώπινη γραφή, όμως, παραμένει ο χώρος όπου αρθρώνεται η ελευθερία, η πρωτοτυπία και η προσωπική σφραγίδα. Εκεί που η γλώσσα ακολουθεί όχι τον «κανόνα» αλλά την εκκρεμότητα της ανθρώπινης σκέψης.
Συνεπώς, το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι αν η τεχνητή νοημοσύνη «γράφει καλά», αλλά τι σημαίνει «καλή γραφή». Αν η γραφή ορίζεται ως συνδυασμός σωστών λέξεων, τότε η μηχανή μπορεί πράγματι να ανταγωνιστεί τον άνθρωπο. Αν, όμως, η γραφή κατανοείται ως έκφραση της μοναδικότητας, ως χώρος δημιουργικής αβεβαιότητας και νοηματικής αναζήτησης, τότε παραμένει βαθιά ανθρώπινη. Η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να αναπαράγει ύφος, αλλά δεν μπορεί να βιώσει το άγχος της διατύπωσης ούτε τη χαρά της εύρεσης της κατάλληλης φράσης. Η εμπειρία της γραφής, με τις αντιφάσεις και τις εκρήξεις της, είναι αναντικατάστατη.
Η πρόκληση της εποχής μας, συνεπώς, δεν είναι να αποφασίσουμε ποιος γράφει «καλύτερα», αλλά να μάθουμε πώς οι δύο μορφές γραφής μπορούν να συνυπάρξουν παραγωγικά. Η τεχνητή νοημοσύνη ως εργαλείο· ο άνθρωπος ως δημιουργός. Η μηχανή ως αρωγός· ο άνθρωπος ως φορέας νοήματος. Μόνο έτσι μπορούμε να διασφαλίσουμε ότι η τεχνολογία θα διευρύνει, και όχι θα συρρικνώσει, τα όρια της ανθρώπινης έκφρασης.
Μαρία Πετροπούλου, Φιλόλογος, Συγγραφέας
